χαρτοπαικτικός

χαρτοπαικτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρτοπαιξία ή στον χαρτοπαίκτη
2. φρ. «χαρτοπαικτική, λέσχη» — κατάστημα στο οποίο παίζονται τυχερά, συνήθως, παιχνίδια με τραπουλόχαρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοπαικτικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτοπαιξία ή στο χαρτοπαίχτη: Άνοιξαν χαρτοπαικτική λέσχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπότο — το 1. η κάπα 2. χαρτοπαικτικός όρος σε μερικά παιχνίδια για κάποιον που δεν κερδίζει καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. < ιταλ. cappotto, ενώ με τη δεύτερη < γαλλ. capot] …   Dictionary of Greek

  • λέζα — η χαρτοπαικτικός όρος στο παιχνίδι πικέτο, που δηλώνει την περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους δύο αντίπαλους παίκτες έχει συγκεντρώσει περισσότερα από τα μισά χαρτιά, έχει κάνει περισσότερες από έξι «χαρτωσιές». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • πάσο — το 1. βήμα, δρασκελιά 2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο») 5. φρ. α) «με το πάσο μου» με την …   Dictionary of Greek

  • σερβί — το, Ν άκλ. χαρτοπαικτικός όρος που δηλώνει ότι οι παίκτες δεν θέλουν να αλλάξουν φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servi «υπηρετούμενος» (< servir «υπηρετώ»)] …   Dictionary of Greek

  • σκαλέτα — η, Ν (χαρτοπαικτικός όρος) δόλιο τέχνασμα, ταχυδακτυλουργική απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaletta] …   Dictionary of Greek

  • φλος — το, Ν άκλ. χαρτοπαικτικός όρος στην πόκα και στο πόκερ …   Dictionary of Greek

  • χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”