χαρτοπαικτικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτοπαιξία ή στο χαρτοπαίχτη: Άνοιξαν χαρτοπαικτική λέσχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπότο — το 1. η κάπα 2. χαρτοπαικτικός όρος σε μερικά παιχνίδια για κάποιον που δεν κερδίζει καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. < ιταλ. cappotto, ενώ με τη δεύτερη < γαλλ. capot] … Dictionary of Greek
λέζα — η χαρτοπαικτικός όρος στο παιχνίδι πικέτο, που δηλώνει την περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους δύο αντίπαλους παίκτες έχει συγκεντρώσει περισσότερα από τα μισά χαρτιά, έχει κάνει περισσότερες από έξι «χαρτωσιές». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
πάσο — το 1. βήμα, δρασκελιά 2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο») 5. φρ. α) «με το πάσο μου» με την … Dictionary of Greek
σερβί — το, Ν άκλ. χαρτοπαικτικός όρος που δηλώνει ότι οι παίκτες δεν θέλουν να αλλάξουν φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servi «υπηρετούμενος» (< servir «υπηρετώ»)] … Dictionary of Greek
σκαλέτα — η, Ν (χαρτοπαικτικός όρος) δόλιο τέχνασμα, ταχυδακτυλουργική απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaletta] … Dictionary of Greek
φλος — το, Ν άκλ. χαρτοπαικτικός όρος στην πόκα και στο πόκερ … Dictionary of Greek
χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek